- ἀδημονίας
- ἀδημονίᾱς , ἀδημονίαtroublefem acc plἀδημονίᾱς , ἀδημονίαtroublefem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αξημέρωτος — η, ο 1. αυτός που δεν τον βρήκε το ξημέρωμα, η αυγή 2. φρ. «αξημέρωτη νύχτα» (υπερβολή) αυτή που έχει μεγάλη διάρκεια ή που φαίνεται μεγάλη λόγω αϋπνίας ή κακής ψυχολογικής κατάστασης ή αδημονίας για κάτι που επιφυλάσσει η επόμενη μέρα 3. (σε… … Dictionary of Greek